Ομαδική έκθεση σύγχρονης τέχνης: “Το καλοκαίρι είναι το αντίθετο της ιστορίας*”
Τα δέκα του χρόνια γιορτάζει φέτος το Φεστιβάλ της Μάρπησσας και μας καλεί σε “Τρεις μέρες γιορτή”. Η έκθεση “Το καλοκαίρι είναι το αντίθετο της ιστορίας” είχε σαν αφετηρία την έννοια της γιορτής, ξεκινώντας από το τι μπορεί να είναι ένα σύγχρονο νησιώτικο φεστιβάλ και τι θέση έχουν σε αυτό οι παραδοσιακές τελετουργίες.
Μια οικογενειακή, τοπική, εθνική γιορτή μπορεί να είναι μια επανάληψη στερεότυπων τελετουργιών, όπου η ευφορία και η υιοθέτηση συγκεκριμένων ρόλων εκλαμβάνεται ως αυτονόητη, αλλά μπορεί να γίνει αφορμή και για μια κριτική επαναξιόλογηση μοτίβων, τελετουργιών, ιδεολογιών που συνδέονται με την παράδοση και να φέρει στην επιφάνεια στερεότυπα, απωθημένα, σχέσεις εξουσίας. Ή να δώσει το έναυσμα για να ξεδιπλωθεί ένα νέο συνειρμικό παιχνίδι ανάμεσα σε λέξεις, εικόνες, ιστορικά ντοκουμέντα και κληροδοτήματα της ιστορίας (της τέχνης). Φέρνοντας μαζί τα έργα τεσσάρων καλλιτεχνών που επισκέφτηκαν τη Μάρπησσα, κυριολεκτικά αλλά και μέσα από τις βιβλιογραφικές και άλλες αναφορές σε αυτήν, και δημιούργησαν νέα έργα ή ξαναείδαν παλιότερα, η έκθεση αναρωτιέται τι σημαίνει η έκφραση “σύγχρονο παρελθόν”.
Προβληματικοποιεί τα όσα έχουμε κληρονομήσει αλλά και αφήνεται στη μέθεξη. Αυτό άλλωστε δεν κάνουμε κάθε καλοκαίρι; Ο ήχος της τσαμπούνας, το κέλυφος ενός κυκλαδίτικου σπηλαίου, οι παραδοσιακοί χοροί, η Μάρπησσα των παλιών περιηγητών, ο λόγος του Σεφέρη είναι μερικές από τις αφετηρίες της έρευνας των καλλιτεχνών που δημιουργούν τη δική τους αφήγηση αντλώντας από τις τοπικές αλλά και τις προσωπικές τους αναφορές.
Ο πόθος για την καλοκαιρινή ανεμελιά, η νοσταλγία για τη νησιώτικη “αυθεντικότητα” και το αρχετυπικό τοπίο, τον ήλιο και την πέτρα, το “παραδοσιακό” και τις προσωπικές τελετουργίες των διακοπών επανέρχονται αντανακλαστικά κάθε καλοκαίρι συσκοτίζοντας τις συγκρούσεις και την ιστορία που θέλει μερικές από τις μεγαλύτερες καταστροφές να έχουν συμβεί αυτή την εποχή, από το μαύρο καλοκαίρι του 1974 στην Κύπρο ως τις πυρκαγιές.
Σε αυτή την ιδιαίτερη καλοκαιρινή συνθήκη, τη σχετικότητα του θερινού χρόνου που έχει τη δύναμη να εξαφανίζει την ιστορία (συλλογική και προσωπική), δημιουργώντας μια διαχρονική λούπα εικόνων και αισθήσεων εστιάζει η έκθεση. Εκεί όπου ο ήχος της τσαμπούνας κλεισμένος στο κέλυφος ενός παριανού σπηλαίου μας παρασύρει σε μια εγκεφαλική διαδρομή. Ένα μάθημα υδραίικου χορού θέτει το ερώτημα του πώς μια παράδοση με συγκεκριμένο ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο μπορεί να μεταδοθεί από γενιά σε γενιά αναζητώντας τους μηχανισμούς της απομάγευσης και της επαναμάγευσης. Μια απαγγελία για τη σχετικότητα του θερινού χρόνου με σεφερικές αναφορές αναρωτιέται “Τι μέγεθος χρειάζεται ένα γεγονός για να το χαρακτηρίσουμε δικό μας;” μπροστά στο άγαλμα ενός νεαρού παριανού αντιστασιακού. Το ξεχασμένο κασετόφωνο ενός αυτοκινήτου και ένα βίντεο κλιπ επαναλαμβάνουν εμμονικά ήχους και φράσεις σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να γιορτάσουμε και να απολαύσουμε με φόντο το υπνωτιστικό περιβάλλον ενός νησιού-θέρετρου, ενώ η Μάρπησσα του Γιάννη Ρίτσου συναντά τα γραπτά άλλων υπαρκτών και επινοημένων ποιητών και άλλων προσώπων στις σελίδες και τα περιθώρια ενός χειροποίητου εικαστικού βιβλίου. Μια από τις δυσλειτουργίες που εμφανίζονται σε περίπτωση βλάβης στον βρεγματικό λοβό είναι η αδυναμία επικέντρωσης της οπτικής προσοχής.
* Η φράση είναι δανεισμένη από το κείμενο του Θωμά Τσαλαπάτη “Όσα τα οστά χρωστούνε στην πέτρα” που γράφτηκε ειδικά για την έκθεση.
Συμμετέχουν: Ναταλί Γιαξή, Ανθή Δαουτάκη, Γιάννης Παπαδόπουλος, Θωμάς Τσαλαπάτης
Επιμέλεια: Δέσποινα Ζευκιλή
Οι καλλιτέχνες και τα έργα
Ναταλί Γιαξή
“Oh Car, Mobile Kingdom of Fleeting Thoughts”, 2016, ηχητική εγκατάσταση
“Μουσικό Βίντεοκλιπ για το τραγούδι {(Monotonous)*(Déjà vu)*(15gusto)}*”, 2017, *ηχητικό από το συνεχιζόμενο πρότζεκτ Nice Contradiction Does Summer Sadness Again Bitches! (2013-)
“Μάρπτω” (2019) Μοναδικό εικαστικό βιβλίο.
Η πρακτική της Ναταλί Γιαξή εστιάζει στην πλαστικότητα της γλώσσας και τις δυνατότητες μετάφρασής της σε άλλα μέσα. Στην έκθεση παρουσιάζει τρία έργα.
Στην ηχητική εγκατάσταση “Oh Car, Mobile Kingdom of Fleeting Thoughts”, η διαδοχή ήχων και φράσεων, θολώνει τα όρια μεταξύ ζωής και performance σε έναν τόπο όπου οι λόγοι για γιορτάσεις δεν τελειώνουν ποτέ και το αυτοκίνητο γίνεται αντιληπτό ως ένα ‘κινητό βασίλειο’, μια μη στατική, ιδιωτική σφαίρα που κινείται μέσα στο δημόσιο χώρο.
Το “Μουσικό Βίντεοκλιπ για το τραγούδι {(Monotonous)*(Déjà vu)*(15gusto)}*” είναι έργο της Νice Contradiction, ένα alter ego της Ναταλί Γιαξή που με τα DIY τραγούδια της επιχειρεί να ευθυγραμμίσει το εφήμερο και το μεταφυσικό, ενώ βρίσκει μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης στο κυπριακό καλοκαίρι. Aφόρητες θερμοκρασίες, κακογουστιά, all-inclusive τουρισμός, ο πόθος για ‘ανέμελη ζωή’ που επιβάλλεται υποδόρια από τη συνθήκη ‘νησί-θέρετρο’, αλλά και η προδιάθεση για καταστροφή, με τις πιο μεγάλες συμφορές της χώρας να έχουν συμβεί αυτή την εποχή, συνθέτουν ένα καλοκαιρινό τοπίο παράξενο, γεμάτο αντιθέσεις και συγκρούσεις. Το συνεχιζόμενο έργο “Nice Contradiction Does Summer Sadness Again Bitches” άρχισε το καλοκαίρι του 2013 και κάθε καλοκαίρι, μεγαλώνει κατά ένα τραγούδι. To συγκεκριμένο βίντεο είναι το μουσικό βίντεο κλιπ για το τραγούδι του 2017.
Το “Mάρπτω” είναι ένα “βιβλίο βιβλίων”, ένα εικαστικό βιβλίο που καταγράφει μια οργανική διαδρομή/διαισθητική έρευνα γύρω από την Μάρπησσα. Μια μικρή πληροφορία, δίνει έναυσμα ν’ αρχίσει ένα διαδικτυακό κυνήγι θησαυρού σε αρχεία, βιβλία, ψηφιακές εφημερίδες. Η μυθολογία και οι συμπτώσεις γίνονται αφορμή να συνδεθούν μεταξύ τους γυναίκες που τις χωρίζουν αιώνες και μεγάλες γεωγραφικές αποστάσεις. Στο βιβλίο συμπεριλαμβάνονται και προηγούμενα έργα της Γιαξή που συνδέονται με τη θεματολογία του “Μάρπτω”.
Ανθή Δαουτάκη
“Τετραγωνίζοντας τον κύκνο”, 2019, βίντεο
“Φανταστείτε κάποιον που πηγαίνει σε μια συναυλία πνευστών, όχι επειδή του αρέσει η μουσική, αλλά επειδή ψάχνει και αναζητά χαλκό”. Αυτό το τσιτάτο του Μπρεχτ χαρακτηρίζει την πρακτική της Ανθής Δαουτάκη, όπου η παρατήρηση του εαυτού της, συχνά μέσα από ντοκουμέντα άλλων υποκειμένων, δημιουργεί ιδιότυπα ημερολόγια. Στο βίντεο “Τετραγωνίζοντας τον κύκνο” η καλλιτέχνης ξεκινά από το δεδομένο ότι τα έθιμα που έχουν επιβιώσει μέχρι το σήμερα είναι παράγωγα μιας εποχής που οι σχέσεις οργανώνονταν γύρω από την κοινότητα και τη συλλογική εμπειρία και τις τελετουργικές πρακτικές τους, κομμάτια μιας πιο μαγικής κοσμοαντίληψης. Έτσι ξανακοιτάζει τη σχέση της με τους παραδοσιακούς χορούς του νησιού της, της Ύδρας, μέσα από την επαφή της με τη βιωματική γνώση της μεγαλύτερης γενιάς.
Γιάννης Παπαδόπουλος
“βρεγματικό μέλος”, 2019, ηχητική σπουδή και αναπαραγωγή, σήμανση χώρου. Σε συνεργασία με τον Φανούρη Πετρόπουλο Τεχνική καθοδήγηση από τον Γιάννη Μουρτζόπουλο
Η πρακτική του Γιάννη Παπαδόπουλου χρησιμοποιεί εργαλεία του έρχονται από την κληρονομιά της εννοιολογικής τέχνης, των πλαστικών και παραστατικών τεχνών και των χειρωνακτικών επαγγελμάτων. Για την έκθεση συνεργάστηκε με τον Παριανό οργανοπαίχτη Φανούρη Πετρόπουλο και ηχογράφησαν τη συμπεριφορά της τσαμπούνας μέσα σε ένα σπήλαιο της Μάρπησσας. Επιχειρείται μια σπουδή της κοιλότητας ενός σπηλαίου και της κοιλότητας στο ανθρώπινο κρανίο που φιλοξενεί τον βρεγματικό λοβό, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκδήλωση ηθελημένων κινήσεων, χρήση αντικειμένων και σύνθεση πληροφοριών. Ο καλλιτέχνης επι-σημαίνει πάνω στην υπάρχουσα σηματοδότηση των Διαδρομών του φεστιβάλ μια δική του προτεινόμενη διαδρομή που οδηγεί στο σημείο της ακρόασης.
Θωμάς Τσαλαπάτης
Όσα τα οστά χρωστούνε στην πέτρα, 2019, απαγγελία.
Ο Θωμάς Τσαλαπάτης είναι ποιητής, έχει γράψει κείμενα για το θέατρο και έχει ασχοληθεί με το χρονογράφημα, τον πολιτικό σχολιασμό, τη θεωρία του μυθιστορήματος και της ποίησης, την νεότερη ποιητική γενιά, την πόλη, τη ρευστότητα και τη χρήση της ιστορίας. Βασικά στοιχεία της δουλειάς του είναι το παράλογο, η χρήση καθημερινής γλώσσας και στοιχείων από την pop κουλτούρα, η ταυτότητα σε σχέση με την μνήμη. Δίπλα στο άγαλμα του νεαρού αγωνιστή Νικόλα Στέλλα που απαγχονίστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές στην Μάρπησσα το Μάιο του 1944 θα διαβάσει το “Όσα τα οστά χρωστούνε στην πέτρα”, ένα κείμενο που μετεωρίζεται ανάμεσα στον ποιητικό και δοκιμιακό λόγο που γράφτηκε ειδικά για την έκθεση, για τη σχετικότητα του θερινού χρόνου και τη δυνατότητα απόδρασης από την καθημερινότητα και την ιστορία που προσφέρει το καλοκαίρι.